κυμίνινος

English (LSJ)

η, ον, of cummin, Alex.Trall.1.3.

Greek (Liddell-Scott)

κῠμίνινος: μῑ, η, ον, ἐκ κυμίνου, Ἀλεξ. Τραλλ. 1. σ. 9.

Greek Monolingual

κυμίνινος, -ίνη, -ον (Μ) κύμινο
αυτός που παρασκευαζόταν από κύμινο.

German (Pape)

von Kümmel, Alex.Trall.