κυναγέτας

English (LSJ)

v. κυνηγέτας.


English (Slater)

κῠνᾱγέτας hunter met. νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας sc. Ἀλκιμίδας (N. 6.14)

Greek Monolingual

κυναγέτας, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κυνηγέτης·