κυνοκράμβη

English (LSJ)

ἡ,
A = κυνέα, Ps.- Dsc.4.190.
2 = ἀπόκυνον, Dsc.4.80, Gp.13.4.7 and 7.1.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοκράμβη: κοινῶς: «σκαρολάχανον» ἢ «καρμπολάχανον», Διοσκ. 4. 192, Γεωπ. 13. 4, 7, κτλ.

Greek Monolingual

η (AM κυνοκράμβη)
νεοελλ.
το φυτό θηλυγόνο
μσν.-αρχ.
το φυτό απόκυνο
αρχ.
το φυτό κυνέα.

German (Pape)

ἡ, Hundekohl, Diosc.