κυνόροδον

English (LSJ)

τό,
A dog-rose, Rosa canina, Thphr. HP 4.4.8.
II = ἀντίρρινον, Ps.-Dsc.4.130.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόροδον: τό, «σκυλλοτριαντάφυλλο», διάφορον τῆς κυνοσβάτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 8· cynorrhodum, ἢ -rhoda, Πλίν.

Greek Monolingual

κυνόροδον, τὸ (Α)
1. είδος τριαντάφυλλου ή κρίνου
2. το φυτό αντίρρινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + ῥόδον.

German (Pape)

τό, die Hundsrose, Theophr.