κυπαρισσίας

English (LSJ)

-ου, ὁ,
A Euphorbia aleppica, Dsc.4.164, Ruf. ap. Orib. 7.26.108.
II a kind of comet, prob. in Seneca QN1.15.4.

Greek (Liddell-Scott)

κυπαρισσίας: -ου, ὁ, εἶδος εὐφορβίου, Διοσκ. 4. 165.

Greek Monolingual

Κυπαρισσίας, ὁ (Α) κυπάρισσος
1. το ποώδες ετήσιο φυτό ευφόρβιο
2. είδος κομήτη.