κωθωνία
English (LSJ)
Ion. κωθωνίη, ἡ, deep potation (not of wine), Aret.SD2.13.
German (Pape)
[Seite 1541] ἡ, das Trinkgelage, das Sausen, Aret.
Greek (Liddell-Scott)
κωθωνία: Ἰων. -ίη, ἡ, = κώθων ΙΙ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 13.
Ion. κωθωνίη, ἡ, deep potation (not of wine), Aret.SD2.13.
[Seite 1541] ἡ, das Trinkgelage, das Sausen, Aret.
κωθωνία: Ἰων. -ίη, ἡ, = κώθων ΙΙ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 13.