κωλίζομαι

Greek Monolingual

κωλίζομαι (Α) κώλον
1. είμαι χωρισμένος σε κώλα («τὰ κεκωλισμένα βιβλία», Ολυμπ.)
2. (για ποιητ. έργα) ταξινομούμαι σε μετρικά κώλα.