κωμῳδόγελως

English (LSJ)

ωτος, ὁ, = κωμῳδός, AP13.6 (Phal.).

German (Pape)

[Seite 1545] ωτος, ὁ, = κωμῳδός, Phalaec. 2 (XIII, 6).

Greek (Liddell-Scott)

κωμῳδόγελως: -ωτος, ὁ, = κωμῳδός, Ἀνθ. Π. 13. 6.

Greek Monolingual

κωμῳδόγελως, -έλωτος, ό (Α)
κωμωδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδός + γέλως.

Greek Monotonic

κωμῳδόγελως: -ωτος, ὁ = κωμῳδός, σε Ανθ.