κωνίον

English (LSJ)

or κώνιον, τό, Dim. of κῶνος,
A small cone, κωνία μαστῶν AP5.12 (Phld.).
II small pine-cone, Posidon.3 J.

German (Pape)

[Seite 1546] τό, dim. von κῶνος, κώνιον ist falscher Accent, Kegelchen; τὰ λύγδινα κωνία μαστῶν Philodem. 18 (V, 13); – vom Fichtenzapfen, Posidon. bei Ath. XIV, 649 d.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petit cône;
2 fruit du pistachier, pistache.
Étymologie: κῶνος.

Russian (Dvoretsky)

κωνίον: τό маленький конус (τὰ κωνία μαστῶν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κωνίον: ἢ κώνιον, τό, ὑποκορ. τοῦ κῶνος, μικρὸς κῶνος, κωνία μαστῶν Ἀνθ. Π. 5. 13. ΙΙ. μικρὸς κῶνος πίτυος, «κουκουνάρα», Ποσειδ. παρ’ Ἀθην. 649D.

Greek Monotonic

κωνίον: τό, υποκορ. του κῶνος, μικρός κώνος, σε Ανθ.

Middle Liddell

κωνίον, ου, τό, [Dim. of κῶνος
a small cone, Anth.