κόκκυς

English (LSJ)

λόφος, Hsch.

Greek Monolingual

κόκκυς, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «λόφος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].