κόμβωμα

English (LSJ)

-ατος, τό, robe, Id.: in plural, ornamental bands, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κόμβωμα: τό, περίζωμα, στόλισμα. Ἡσύχ.· ― ἐν τῷ πληθ., καλλωπίσματα, Σουΐδ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κομβώματα· τὰ ἐν τοῖς ῥάβδοις μικρὸν χρυσὸν ἔχοντα ὑπὸ μεταλλέων».

Greek Monolingual

κόμβωμα, τὸ (Α)
βλ. κούμπωμα.