κότερα, Ion. for πότερον, πότερα.
κότερον: κότερα, Ἰων. ἀντὶ τοῦ πότερον, πότερα.
κότερον (Α)ιων. τ. βλ. πότερον.
κότερον: κότερα, Ιων. αντί πότερον, πότερα.