κύβελα

English (LSJ)

τά, lairs of wild beasts, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κύβελα: τά, ἄντρα καὶ φωλεοὶ ἀγρίων θηρίων, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κύβελα, τὰ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) φωλιές άγριων θηρίων.