τά, lairs of wild beasts, Hsch.
κύβελα: τά, ἄντρα καὶ φωλεοὶ ἀγρίων θηρίων, Ἡσύχ.
κύβελα, τὰ (Α)(κατά τον Ησύχ.) φωλιές άγριων θηρίων.