κύγχραμος

German (Pape)

[Seite 1523] ὁ, ein mit den Wachteln fortziehender Zugvogel; Arist. H. A. 8, 12, wo Bekker κύχραμος u. die mss. κίχραμος, κέχραμος lesen, Hesych. κυγχράνος.

Russian (Dvoretsky)

κύγχραμος: и κύχραμοςперепел Arst.