κύκλωψ

German (Pape)

[Seite 1528] ωπος, ὁ (s. nom. pr.), rundäugig, u. übh. rund; σελήνη Parmenids. bei Clem. Al. strom. 5 p. 732; – κύκλοπα κούρην, vom Auge, Empedocl. (281) bei Arist. de sensu 2; – κύκλωπες, οἱ, ein Wurf im Würfelspiel, Eubul. bei Poll. 7, 205.

Russian (Dvoretsky)

κύκλωψ: ωπος adj. круглоокий, т. е. круглый (κούρη Emped. ap. Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύκλωψ -ωπος [κύκλος, ὤψ?] rond als een oog:; κ. σελήνη de maan, rond als een oog Parm. B 10.4; κ. κούρη pupil (van het oog); met een rond oog, subst. Kύκλωψ -ωπος, ὁ Cycloop.

Mantoulidis Etymological

(=πού ἔχει στρυγγυλό μάτι). Ἀπό τό κύκλος + ὤψ (ὄψομαι). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη κύκλος καί στο ὁράω -ῶ.