κύκυον

English (LSJ)

τὸν σικυόν, Hsch.; cf. Latin cucumis.

Greek (Liddell-Scott)

κύκυον: «τὸν σικυὸν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κύκυον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὸν σικυόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κυκύιζα].