κύρειος

Greek Monolingual

κύρειος, -εία, -ον (Α) Κύρος
αυτός που ανήκει στον Κύρο ή έχει σχέση με τον Κύρο («εἰσπίπτει εἰς τὸ Κύρειον στρατόπεδον», Ξεν.).