κύριθρα
English (LSJ)
τά, wooden masks, Hsch.; cf. κυριττοί.
Greek Monolingual
κύριθρα, τὰ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ξύλινα προσωπεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]
τά, wooden masks, Hsch.; cf. κυριττοί.
κύριθρα, τὰ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ξύλινα προσωπεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]