κύρωμα

Greek (Liddell-Scott)

κύρωμα: τό, = τῷ ἑπομ., Εὐστ. Πονημ. 230. 16.

Greek Monolingual

κύρωμα, τὸ (Μ) κυρώ
η κύρωση.

German (Pape)

[ῡ], τό, = κύρωσις, Eust.