κύσαι

English (LSJ)

[ῠ], Ep. κύσσαι, aor. inf. of κυνέω:—but κῦσαι of κύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύσαι inf. aor. act. van κυνέω.

Russian (Dvoretsky)

κύσαι: inf. aor. к κυνέω.

Greek (Liddell-Scott)

κύσαι: ῠ, Ἐπικ. κύσσαι, ἀπαρ. ἀορ. τοῦ κυνέω· ἀλλὰ κῦσαι τοῦ κύω.

Greek Monotonic

κύσαι: [ῠ],
I. Επικ. κύσσαι, απαρ. αορ. αʹ του κυνέω· άλλα. II. κύσαι του κύω.