κύτρα

English (LSJ)

Sicil. for χύτρα, Greg.Cor.p.341 S.

German (Pape)

[Seite 1539] ἡ, u. κύτρος, ὁ, ion. statt χύτρα u. χύτρος.

Greek (Liddell-Scott)

κύτρα: Σικελ. ἀντὶ τοῦ χύτρα, Γρηγ. Κορ. 341.

Greek Monolingual

κύτρα, ἡ (Α)
(σικελ. τ.) χύτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χύτρα.