κἀκκυνηγετῶ
French (Bailly abrégé)
crase p. καὶ ἐκκυνηγετῶ.
Greek (Liddell-Scott)
κἀκκυνηγετῶ: κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ καὶ ἐκκυνηγετῶ.
Greek Monotonic
κἀκκυνηγετῶ: κράση αντί καὶ ἐκκυνηγετῶ.
crase p. καὶ ἐκκυνηγετῶ.
κἀκκυνηγετῶ: κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ καὶ ἐκκυνηγετῶ.
κἀκκυνηγετῶ: κράση αντί καὶ ἐκκυνηγετῶ.