κῆ
English (LSJ)
Aeolic = ἐκεῖ, Sappho 51.
German (Pape)
[Seite 1429] ion. = πῆ, κή entl. = πή.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πῆ.
Greek Monotonic
κῆ: Ιων. αντί πῆ ή ποῖ· αλλά κη εγκλιτ. αντί πη ή που, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κῆ Aeol. voor ἐκεῖ.