λάμπρυσμα

English (LSJ)

-ατος, τό,
A ornament, Phryn.PSpp.82,124 B., Hsch. s.v. γλαινοί, EM232.40.

German (Pape)

[Seite 13] τό, Schmuck, Putz, B. A. 47. 71. – Auch ein glänzender Körper, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λάμπρυσμα: τό, τὸ δι’ οὗ λαμπρύνεταί τι, κόσμημα, Φρύνιχ. ἐν τοῖς Α. Β. 47 καὶ 71, Ἡσύχ., κτλ.

Greek Monolingual

λάμπρυσμα, τὸ (Α) λαμπρύνω
κόσμημα.