[Seite 16] ὁ, der Schlürfende, Hesych.
λάπτης: -ου, ὁ, ἄπληστος οἰνοπότης, «λάπτας· ῥοφοῦντας» Ἡσύχ.
λάπτης, ὁ (Α) λάπτω(στην αιτ. πληθ. κατά τον Ησύχ.) «λάπταςτοὺς ῤοφοῦντας».