δάφνη (Pergaean), Hsch.
λάφνη: ἡ, «δάφνη. Περγαῖοι» Ἡσύχ.
λάφνη (Α)(κατά τον Ησύχ.) «δάφνη».[ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη, με τροπή του δ σε λ-].