ἄνανδρος, σῖτος ὁ μὴ ἁδρός, Hsch.
[Seite 21] erkl. Hesych. ἄνανδρος, σῖτος ὁ μὴ ἁδρός.
λέγνος (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἄνανδρος, σῖτος ὁ μὴ ἁδρός».