λίγω
German (Pape)
[Seite 44] = ὑμνῶ, nach E. M. p. 565, 11.
Greek (Liddell-Scott)
λίγω: ὑμνῶ, Γραμματ. Ἀνώνυμ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 2, σ. 355, στ. 291, Ἐτυμ. Μ. 565, 11.
[Seite 44] = ὑμνῶ, nach E. M. p. 565, 11.
λίγω: ὑμνῶ, Γραμματ. Ἀνώνυμ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 2, σ. 355, στ. 291, Ἐτυμ. Μ. 565, 11.