λίθεος

English (LSJ)

α, ον, = λίθινος, of stone, Il.23.202, Od.13.107.

German (Pape)

[Seite 44] dasselbe, βηλός, Il. 23, 202, ἱστοί, Od. 13, 107.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de pierre.
Étymologie: λίθος.

Russian (Dvoretsky)

λίθεος: (ῐ) каменный (βηλός, ἱστοί Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

λίθεος: [ῐ], -α, -ον, = λίθινος, ἐκ λίθου, Ἰλ. Ψ. 202, Ὀδ. Ν. 107.

English (Autenrieth)

of stone.

Greek Monolingual

λίθεος, -έα, -ον (Α) λίθος
λίθινος.

Greek Monotonic

λίθεος: [ῐ], -α, -ον, = λίθινος, φτιαγμένος από πέτρα, σε Όμηρ.

Middle Liddell

λῐ́θεος, η, ον = λίθινος
of stone, Hom.