λίκμησις
German (Pape)
[Seite 46] ἡ, das Worfeln des Getreides, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λίκμησις: -εως, ἡ, τὸ λικμᾶν, «λίχνισμα», Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 386, κλ.
[Seite 46] ἡ, das Worfeln des Getreides, Sp.
λίκμησις: -εως, ἡ, τὸ λικμᾶν, «λίχνισμα», Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 386, κλ.