[Seite 1] aor. zu λαμβάνω, w. m. s.
inf. ao.2 de λαμβάνω.
(AM λαβεῖν)βλ. λαμβάνω.
λᾰβεῖν: απαρ. αορ. βʹ του λαμβάνω.
λαβεῖν: inf. aor. 2 к λαμβάνω.