λαγώχειλος

English (LSJ)

λαγώχειλον, having a harelip, Gal.14.681.

German (Pape)

[Seite 5] mit Hasenlippen, mit einer Hasenscharte, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰγώχειλος: -ον, ὁ ἔχων χεῖλος λαγωοῦ (δηλ. διῃρημένον), Γαλην. 1. 362.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λαγώχειλος, -ον)
βλ. λαγόχειλος.