λαθυρίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, caper spurge, Euphorbia Lathyris, Dsc.4.166, Gal. 12.56, 14.208, al.

German (Pape)

[Seite 6] ίδος, ἡ, eine Pflanze, eine Art Wolfsmilch, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
tithymale ou épurge, plante.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Greek (Liddell-Scott)

λαθυρίς: -ίδος, ἡ, εἶδος τιθυμάλου («γαλατσίδας»), Διοσκ. 4. 167, Γαλην.

Greek Monolingual

λαθυρίς, -ίδος, ἡ (Α) λάθυρος
το φυτό ευφορβία.