λακάνη

English (LSJ)

[κᾰ], ἡ, Hellenistic form of Att. λεκάνη, Suid.

German (Pape)

[Seite 8] ἡ, dor. = λεκάνη.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰκάνη: ἡ, κοινὸς τύπος ἀντὶ τοῦ Ἀττ. λεκάνη, Σουΐδ.

Greek Monolingual

λακάνη, ἡ (Α)
λεκάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεκάνη, με αφομοίωση].