λακτισμός

English (LSJ)

ὁ, kicking, in plural, Hsch. s.v. σκαρθμοῖς.

German (Pape)

[Seite 9] ὁ, das mit dem Fuße Ausschlagen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

λακτισμός: ὁ, λάκτισμα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. σκαρθμοῖς.

Greek Monolingual

λακτισμός, ὁ (Α) λακτίζω
λάκτισμα.