λαμπαδάριος
Greek Monolingual
ο (Μ λαμπαδάριος)
1. οφίκιο της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης που κατατάσσεται τέταρτο στον Χορό τών Ευωνύμων Ανδρών, ο κάτοχος του οποίου είχε ως ειδική αποστολή τη συντήρηση, τον καθαρισμό και την αφή τών λαμπάδων του ναού
2. ο πρωτοψάλτης του αριστερού χορού τοὺ Οικουμενικού Πατριαρχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, -άδος, + -άριος (< λατ. -arius)].