λαμπρόμαλλος

Greek (Liddell-Scott)

λαμπρόμαλλος: -ον, ἔχων λαμπρὰ μαλλία, Σχολ. εἰς Ἰλ. Γ. 198, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἀργεννάων.

Greek Monolingual

λαμπρόμαλλος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπερά μαλλιά.