λαξευτικός
English (LSJ)
λαξευτική, λαξευτικόν,
A of or for a stone-cutter or his art, διαβήτης Eust.341.28; ἡ λ. τέχνη Anon.Prog. in Rh.1.640 W., Phot.
German (Pape)
[Seite 15] das Steinhauen betreffend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λαξευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λαξευτὴν ἢ εἰς τὴν τέχνην αὐτοῦ, Εὐστ. 341. 28· ἡ λ. τέχνη Ρήτορες (Walz) 640, Φώτ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM λαξευτικός, -ή, -όν) λαξευτής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαξευτή ή στην τέχνη του («λαξευτικό εργαλείο»).