λαρύζει

English (LSJ)

βοᾷ, ἀπὸ τοῦ λάρυγγος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

λαρύζει: «βοᾷ ἀπὸ τοῦ λάρυγγος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λαρύζει (Α) λάρυγξ
(κατά τον Ησύχ.) «βοᾷ ἀπὸ τοῦ λάρυγγος».