λαχανάλμη
Greek Monolingual
και λαχανάρμη και λαχαναρμιά, η
λάχανα κομμένα σε μικρά τεμάχια και διατηρημένα σε άλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο + ἅλμη / ἅρμη].
και λαχανάρμη και λαχαναρμιά, η
λάχανα κομμένα σε μικρά τεμάχια και διατηρημένα σε άλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο + ἅλμη / ἅρμη].