λαχανάριον
English (LSJ)
τό, = holerarium, Glossaria.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
λαχανάριον, τὸ (Α)
μικρό λάχανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + κατάλ. -άριον (< λατ. κατάλ. olerarium)].
τό, = holerarium, Glossaria.
λαχανάριον, τὸ (Α)
μικρό λάχανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + κατάλ. -άριον (< λατ. κατάλ. olerarium)].