λαχανίτης

Greek (Liddell-Scott)

λᾰχᾰνίτης: -ου, ὁ, κηπουρὸς λαχάνων, Πολυδ. Ζ΄, 196 (κοινῶς: -ήτης).

Greek Monolingual

λαχανίτης, ὁ (Α) λάχανον
κηπουρός λαχάνων.