λᾰχοίην: Ἀττ. ἀντὶ λάχοιμι, εὐκτ. ἀορ. τοῦ λαγχάνω.
λᾰχοίην: Αττ. αντί λάχοιμι, ευκτ. αορ. βʹ του λαγχάνω.