πέλτη, Hsch.
λαῖτα (Α)(κατά τον Ησύχ.) «πέλτη».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. λαῖτμα «βυθός της θάλασσας»].
erkl. Hesych. ἀσπίς.