λείστριον

English (LSJ)

τό, = λίστριον, tool for smoothing stone, IG7.3073.119, al. (Lebadea).

Greek Monolingual

λείστριον και λίστριον, τὸ (Α)
εργαλείο για τη λείανση μαρμάρινων πλακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος, κατά τα θερ-ίστριον, καπ-ίστριον].