λείως

English (LSJ)

Adv. of λεῖος. v. λέως.

French (Bailly abrégé)

adv.
en glissant doucement.
Étymologie: λεῖος.

Greek Monolingual

λείως (Α)
επιρρ. βλ. λείος.

Russian (Dvoretsky)

λείως: медленно, неторопливо (ἔρχεσθκι ἐπὶ τὰς μαθήσεις Plat.; προσάγεσθαι Plut.).

English (Woodhouse)

smoothly