λειποψυχία

German (Pape)

[Seite 25] ἡ, = λειποθυμία, Ohnmacht, v. l. bei Her. 1, 86.

French (Bailly abrégé)

v. λιποψυχία.

Greek Monolingual

λειποψυχία, ἡ (Α)
βλ. λιποψυχία.