λεκανομάντης
Greek Monolingual
ο (Α λεκανόμαντις, -άντεως, Μ λεκανομάντης)
αυτός που μαντεύει παρατηρώντας το υγρό που βρίσκεται σε λεκάνη, αυτός που ασκεί λεκανομαντ(ε)ία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεκάνη + μάντις.
ο (Α λεκανόμαντις, -άντεως, Μ λεκανομάντης)
αυτός που μαντεύει παρατηρώντας το υγρό που βρίσκεται σε λεκάνη, αυτός που ασκεί λεκανομαντ(ε)ία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεκάνη + μάντις.