λεξικογράφος

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, lexicographer, EM 221.33.

German (Pape)

[Seite 28] ein Wörterbuch schreibend, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

λεξῐκογράφος: -ον, ὁ γράφων λεξικόν, Ἐτυμ. Μέγ. 221. 33.

Greek Monolingual

ο, η (Α λεξικογράφος, ὁ)
αυτός που ασχολείται με τη σύνταξη λεξικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεξικόν + -γράφος].