λεπτακινός

English (LSJ)

λεπτακινή, λεπτακινόν, poet. for λεπταλέος, AP 11.102 (Ammian. or Nicarch.).

German (Pape)

[Seite 30] poet. = Folgdm, nach B. A. 49 ἀκριβὲς καὶ ἐπὶ λεπτὸν πεφροντισμένον. – Von Menschen, winzig, klein, Ammian. 17 (XI, 102).

Russian (Dvoretsky)

λεπτᾰκῐνός: Anth. = λεπταλέος.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτᾰκῐνός: -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 11. 102.

Greek Monolingual

λεπτακινός, -ή, -όν (Α)
(ποιητ. τ.) λεπταλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λέπταξ, κατά το φυζακ-ινός].

Greek Monotonic

λεπτᾰκῐνός: -ή, -όν, ποιητ. αντί λεπταλέος, σε Ανθ.

Middle Liddell

λεπτᾰκῐνός, ή, όν [poetic for λεπτᾰλέος, Anth.]